ταγηνοστρόφιον

ταγηνοστρόφιον
τᾰγηνοστρόφιον, τό,
A slice for turning things over in a frying-pan, Poll.6.89, 10.98:—written [full] τηγανόστροφον in Hsch. s.v. li/<s>trion.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταγηνοστρόφιον — slice for turning things over in a frying pan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγηνοστρόφιον — τὸ, Α μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + στρόφιον (< στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον] …   Dictionary of Greek

  • τηγανόστροφον — τὸ, Α το ταγηνοστρόφιον*, κουτάλα ή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον + στροφον (< στρέφω), πρβλ. ταγηνοστρόφιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”